Γιατί τόση αποξένωση; Που βρέθηκε ψυχή μου τόση μοναξιά και πλημμύρισε τον κόσμο; Πως φτάσαμε ως εδώ;
Θυμάσαι άραγε από που ξεκινήσαμε, πόσα όνειρα κάναμε, πόσα σχέδια χαράξαμε στο βιβλίο της ζωής; Που πήγαν άραγε τα χρώματα που με τόση ευκολία βάζαμε στα όνειρα μας;
Τώρα στέκομαι και κοιτώ πίσω μα δεν μπορώ πλέον να δω την ζωντάνια τους. Ξέφτισαν κι αυτά όπως το είδωλο στον καθρέφτη απέναντι.
Προσπαθώ να επικεντρώσω το βλέμμα στα μάτια μου μα οι ρυτίδες γέμισαν το οπτικό μου πεδίο. Χάραξαν βαθιά αυλάκια στο πρόσωπο που θαμπώνουν την εικόνα.
Πέρασα χθες από το παγκάκι εκείνο, που κοιμίζαμε τα νεανικά μας θέλω, εκείνο που χαράξαμε τα ονόματα μας και ορκιστήκαμε πως δεν θα αφήσουμε τον χρόνο να τα παρασύρει. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας ξεγελάσει και να χάσουμε τον δρόμο. Κοιτούσαμε τα βράδια τον ουρανό και σημαδεύαμε τ αστέρια. Ψάχναμε το αστέρι που θα κρατούσαμε σαν οδηγό. Εκείνο θα μας βοηθούσε να κρατήσουμε σταθερή πορεία, να μην χαθούμε στην θάλασσα της ζωής.
Αλήθεια πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Αναρωτιέμαι μα οι αριθμοί με τρομάζουν. Το παγκάκι στον ακάλυπτο, στέκει ακόμη στην γωνιά περιτριγυρισμένο από φυτά. Τα ίδια εκείνα φυτά που μας έκρυβαν από τα περίεργα βλέμματα των περαστικών. Μόνο ο ευκάλυπτος μεγάλωσε. Θέριεψε κι έκρυψε τον ουρανό.
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvw-TLHuXG-6ay746Y8tYNWKJgCWbTxLN7rJLdx4_Tch6RwQwdre4QrmUm3QYAvbUjEV1ugXob7rxul7gBcuNppr0RMeiCYAoSa9yFjw1vneMdtJnWFU3DCNGNHaN9Jm8AHqU2w0ZotI4/s320/a.jpg)
Ξάπλωσα πάλι πάνω στα υγρά του ξύλα, μα δεν κατάφερα να βρω το αστέρι μας. Το κάλυψαν τα κλαδιά του δέντρου και τα φώτα της πόλης. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Ψηλάφισα με τα χέρια κάθε ρωγμή του ξύλου, κάθε πτυχή, προσπαθώντας να θυμηθώ, να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Μάταιος κόπος.
Περάσαν πολλά χρόνια και η λήθη κάλυψε το πρόσωπο, έσβησε την φλόγα στην ματιά, διέγραψε ακόμη και τα ονόματα, τις υποσχέσεις και τα όνειρα. Τα λόγια τα σκόρπισαν οι άνεμοι στα πέρατα της οικουμένης κι έμεινε μόνο μια φιγούρα που σαν φάντασμα περιφέρεται στα γνωστά δρομάκια και στοιχειώνει με την παρουσία της τις στιγμές.
Μια μορφή ξένη που βαρέθηκε την κενότητα του σήμερα και παλεύει να γυρίσει στο μακρινό χθες. Τότε που όλα φάνταζαν όμορφα, ζωντανά και γεμάτα ελπίδες. Σαν προδότης γυρίζω στον τόπο της αποτρόπαιας πράξης εκλιπαρώντας για μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία να ξαναζήσω τις στιγμές, να αρχίσω πάλι από την αρχή το χθες, με την γνώση του σήμερα που τόσο ακριβά πλήρωσα. Ξέρω πως είναι μάταιο, όπως μάταιο είναι κάθε μου ταξίδι στο παρελθόν. Δεν μπορώ όμως να το αποφύγω. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια, κάθε φορά που προσπαθώ να αδειάσω το μυαλό μου από σκέψεις εκείνο φεύγει κι ένα “αν” γεμίζει την σκέψη μου.
Πως θα ήταν αν δεν είχα λιγοψυχήσει τότε; Πως θα ήταν αν είχα την δύναμη να παραμείνω και να παλέψω, να ζήσω τον έρωτα εκείνο;
Αν είχα το θάρρος να της πω πως ήταν τα πάντα για μένα;
Την σκεφτόμουν κάθε στιγμή, έψαχνα αφορμές να βρίσκομαι δίπλα της, προσπαθούσα να αδράξω την στιγμή, να της πω:
“Σ αγαπώ. Σ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν. Πάνω από τον εαυτό μου, πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο”.
Όμως δεν έκανα τίποτα. Σιωπούσα κι άφηνα τον χρόνο να περνά. “Είμαστε φίλοι” έλεγα στον εαυτό μου. “Δεν αξίζει να χαλάσει μια τέτοια φιλία, είναι λάθος”.
Σκέψεις που με βασανίζουν μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή γεμάτη “αν”.
Κάποιος θα μου πει πάλι να σταματήσω τα “αν” και τα “γιατί”. Να συνεχίσω την ζωή μου και να κάνω νέα όνειρα. Να ανοίξω την ψυχή μου και ν αφήσω να έρθει μια άλλη. Κάποια που θα απαλύνει τον πόνο και θα ξορκίσει το φάντασμα του παρελθόντος.
Πάλι θα μου πουν να πάρω την παλέτα μου και να γεμίσω με χρώματα τον κόσμο γύρω, να εξαφανίσω το γκρίζο της ζωής μου και όλα θα φτιάξουν.
Η φωνή που φωνάζει πως τα καλύτερα είναι αυτά που δεν ζήσαμε ακόμη με πλάνεψε. Με παρέσερνε ν αναζητώ πάντοτε τα καινούργια, τα νέα κι άφηνα το παρόν να περνά. Πάντοτε ατένιζα το αύριο, αφήνοντας το τώρα να χάνεται. Αργά μα σταθερά κατέληξα να παραπαίω ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν.
Έφτασε η στιγμή να κάνω ταμείο, ήρθε η ώρα για την αποτίμηση της μισής μου ζωής και είδα πως το μόνο που έχω είναι ένα παρόν άδειο μίζερο και κενό. Που είναι το “αύριο” που περίμενα με λαχτάρα;
Που πήγαν τα όνειρα που έκανα, οι προσδοκίες που είχα;
Πέρασαν και χάθηκαν σαν πλοίο με χαλασμένη πυξίδα που το τύλιξε ξαφνικά η ομίχλη. Η ρότα που χάραξα στον χάρτη της ψυχής μου είχε σαν οδηγό την λογική. Τα πρέπει των άλλων. Ένα ταξίδι ανάμεσα σε βράχια και υφάλους χωρίς να νιώσω την ελευθερία του ταξιδιού, τον άνεμο στην πλώρη. Πάντα με τα κιάλια στα μάτια, τις αισθήσεις σε συναγερμό, μην τυχόν και κάποιος βράχος κόψει τον δρόμο. Πάντα έτοιμος να αποφύγω τον κίνδυνο μα δεν είδα πως το σκαρί έμπαζε νερά. Περάσαν τα χρόνια κι οι λαμαρίνες σκούριασαν. Κόλλησαν πάνω τους όστρακα και φύκια που τις διαβρώνανε σιγά, μα σταθερά. Άνοιξαν οι αρμοί και τα νερά όρμησαν μέσα με μανία. Τώρα όμως όλα θ αλλάξουν.
Χθες είχα το κουράγιο να κλείσω τα μάτια και να γυρίσω πίσω σε κείνο το παγκάκι που κοίμισε τα όνειρα μου. Το παγκάκι, σε εκείνο τον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας θα στέκει για πάντα στο βάθος του μυαλού να μου θυμίζει πως ποτέ δεν είναι αργά για όνειρα, για ζωή. Φτάνουν πλέον τα “αν” και το φοβισμένο βλέμμα προς τα πίσω.
Εδώ με περιμένει το “τώρα” . Θα μαζέψω όλη μου την δύναμη ακόμη μια φορά και θα φτιάξω ένα όνειρο. Μια καινούργια ζωή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου