Παρασκευή 9 Απριλίου 2010


Τα όνειρά μας σκόρπισαν στον κόσμο το μεγάλο
σαν χρώματα που χάθηκαν το ένα μες το άλλο
Στις πολιτείες του Βορρά ζητάς μέσα στα κρύα
χαμόγελα που φύλαξες σε μια φωτογραφία

Σάββατο 3 Απριλίου 2010



Κάθε νύχτα άπλωνε τις ρίζες του στη θάλασσα, κι εκείνη τον δεχότανε στην ασημένια αγκαλιά της .
Όταν έπεφτε ο ήλιος τον γέμιζε φιλιά, νόμιζε πως ήταν όλος ο κόσμος δικός του.
Aλίμονο σου αν την φοβηθείς ποτέ του ψιθύρισε ένας σπουργίτης...

Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Εξώστης με θέα στόν κόσμο...


Άλλο ένα βράδυ εδώ, παρέα με το αχνό γαλάζιο φως του υπολογιστή, να σχηματίζω λέξεις και προτάσεις. Σημάδια που λερώνουν το λευκό φόντο της σελίδας. Έχω από καιρό σταματήσει να γράφω συμβατικά. Κι όμως. Αυτός ο ήχος από την πένα που γρατζουνά απαλά το χαρτί, η απαλή μυρωδιά του, μπορώ να πω πως μου έλειψαν. Μα στην εποχή μας δεν υπάρχει χώρος για ρομαντισμούς. Όλα βιαστικά και γρήγορα. Ακόμη και η γραφή έγινε βιαστική και γρήγορη. Είναι πιο εύκολο να στείλεις ένα e mail ή ένα sms παρά ένα γράμμα. Ποιος θυμάται τώρα διευθύνσεις, οδούς και αριθμούς;
Όλα πλέον ηλεκτρονικά.

Μονό τις νύχτες που ο Μορφέας δεν έρχεται και το ποτό απλώς ελευθερώνει το πνεύμα παίρνω την πένα μου και μια κόλα χαρτί και γράφω όπως παλιά. Τότε που ο κόσμος γύρω ήταν πιο όμορφος, ίσως και λίγο πιο αγνός. Υπήρχε η λέξη «φιλότιμο» και σαν έννοια.
Τι με έπιασε πάλι και φλυαρώ;
Άλλη ήταν η αιτία που με οδήγησε να βγάλω την καρέκλα στο μπαλκόνι, στον εξώστη μου και να γράψω.

Έτσι το νιώθω αυτό το μπαλκόνι. Σαν έναν εξώστη με θέα στον κόσμο. Σαν ένα νησί που βρίσκεται τόσο μακριά ώστε να νιώθω ασφαλής, μα και τόσο κοντά ώστε να παρατηρώ τα τεκταινόμενα. Εδώ πάνω δεν με αγγίζουν τα διατροφικά σκάνδαλα, τα χρέη, οι πιστωτικές οι δολοφονίες και οι κομιστές.
Εδώ πάνω νιώθω ελεύθερος!

Πόσο παράξενο αλήθεια! Καιρό τώρα δεν με ενοχλεί ούτε η μοναξιά. Ίσως να έγινε αυτό που φοβόμουν. Να συνήθισα την απουσία. Πάντοτε ήξερα ότι μπορούσα να ζήσω μόνος, μα τρόμαζα ακόμη και στην σκέψη. Πάλευα να τ αποφύγω. Έλεγα στον εαυτό μου πως: ‘δεν μπορείς να ζήσεις μόνος σου. Χρειάζεσαι κάποιον δίπλα σου, να μοιράζεσαι τις στιγμές, τις χαρές και τις λύπες’.

Έλεγα, έλεγα, πάλευα. Τίποτα. Διάβαζα πως οι άνθρωποι δεν γεννηθήκαμε να ζούμε μόνοι μας, ο ένας είναι τίποτα μα οι δυο τα πάντα, ότι είμαστε σαν πορτοκάλια κομμένα στην μέση που αγωνίζονται να βρουν το άλλο τους μισώ και να ξαναενωθούν και πολλά άλλα.
Όλα αυτά με οδηγούσαν στο να βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο. Να κάνω σχέσεις, να φλερτάρω, να παντρευτώ.
Από την άλλη μεριά όμως όλα αυτά με αποξένωναν ακόμη περισσότερο. Ένιωθα μόνος.

Μες τον πανικό μου δημιούργησα μια μορφή φανταστική. Μια εικόνα που με τον καιρό αγάπησα και αναζητούσα. Την ένιωθα δίπλα μου στα κρύα σεντόνια, κοίταζα την σκιά της στους τοίχους δίπλα στην δική μου. Περπατούσαμε μαζί στην παραλία κάτω από το φως του φεγγαριού, ξαπλώναμε μαζί στα ανθισμένα λιβάδια. Κάθε φορά που κοίταζα τον γαλανό ουρανό ήταν σαν να έβλεπα τα μάτια της, κάθε πανσέληνος έλουζε την μορφή της με την ασημένια της λάμψη…

Όλα όσα δεν τολμούσα να πω, όλες μου οι ενδόμυχες σκέψεις είχαν έναν αποδέκτη πλέον. Κάποια που δεν θα έκρινε τον τρόπο γραφής ή τα ορθογραφικά λάθη. Σε εκείνη δεν χρειαζόταν να προσποιηθώ ή να εξηγήσω. Καταλάβαινε, ένιωθε και συμπλήρωνε…

Η νύχτα προχωρά και η μουσική σκορπά την μελωδία της. Το ποτήρι αδειάζει και ξαναγεμίζει, το τασάκι ασφυκτιά από τ αποτσίγαρα και εγώ απλώνω τα πόδια μου στα κάγκελα.
Ο εξώστης μου είναι καλά προφυλαγμένος από τα αδιάκριτα βλέμματα και την κακία. Από εδώ μπορώ να πετροβολώ τον κόσμο. Να αλυχτώ σαν λύκος, να γελώ ή να κλαίω.

Αισθάνομαι ελεύθερος! Δεν γνωρίζω εάν πραγματικά αυτό είναι το συναίσθημα της ελευθερίας, δεν ξέρω για πόσο θα συνεχίσω να αισθάνομαι έτσι. Σήμερα όμως φτερά έχω στην πλάτη.
Η νυχτερινή αύρα δροσίζει τα πάθη και η ηρεμία της γαληνεύει την ψυχή και νανουρίζει το πνεύμα

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Είναι κάτι νύχτες



Βράδια μοναχικά σαν το σημερινό πέρασα πολλά έως τώρα.
Βράδια νωχελικά που μέσα τους ακόμη και η σκιά μου δεν φτάνει στους τοίχους. Σέρνεται φοβισμένη στο πάτωμα, νικημένη από το σκοτάδι.
Οι ώρες κυλούν βασανιστικά και γω καθισμένος στην γνώριμη πλέον θέση, να κοιτώ απ το παράθυρο το φεγγάρι, να αφουγκράζομαι τους ήχους της νύχτας.

Το φεγγάρι! Στέκει μετέωρο στον σκοτεινό ουρανό, μα σήμερα βρίσκεται θαρρείς μια ανάσα μακριά. Σαν να προσπαθεί να πλησιάσει την γη, να ακουμπήσει απαλά και να την χαϊδέψει τρυφερά.
Το κοιτώ συνεπαρμένος, μεγάλο, χλωμό γεμάτο ρωγμές, μα είναι σαν να μου χαμογελά.

Το τσιγάρο αφήνει τις τελευταίες του σπίθες ξεχασμένο στο χέρι μου. Δεν μπορώ σήμερα να πάρω τα μάτια μου από την σελήνη. Σαν να έρχεται πιο κοντά κάθε λεπτό, μεγαλώνει γεμίζοντας το οπτικό μου πεδίο και γω εκεί.
Καθισμένος στην πολυθρόνα μου να στέκω ακίνητος. Ανήμπορος να αντισταθώ και να τραβήξω το βλέμμα μου.
Μόνο η σκέψη μου στροβιλίζεται μέσα του…



Σαν να ξυπνώ από λήθαργο αργά, πιάνω το πακέτο από το τραπεζάκι κι ανάβω ένα καινούργιο τσιγάρο.
Ένα σκυλί αλυχτά κάπου μακριά σπάζοντας την ησυχία της νύχτας.
Έχει πλέον πέσει η θερμοκρασία. Ένα ελαφρύ αεράκι με δροσίζει σκορπώντας μια ανατριχίλα σε όλο μου το είναι.

Μια βαθιά ρουφηξιά και μια ακόμα γουλιά. Το αλκοόλ και το τσιγάρο είναι οι καλύτεροι μου φίλοι κάτι τέτοιες νύχτες. Ακόμη κι εδώ όπου όλα είναι τόσο ήσυχα, εγώ παλεύω ακόμη με τα φαντάσματα. Τι θέλω τελικά; Γιατί όλα είναι ανούσια, κενά; Έχω από καιρό συμφιλιωθεί με την μοναξιά. Κατάφερα επιτέλους να την αποδεχτώ, να μην αγανακτώ.
Δεν ξέρω εάν μπορεί τελικά να γίνει φίλη μου, μα από την εποχή που πάλευα με νύχια και με δόντια να της ξεφύγω έχουν περάσει χρόνια.

Απομακρύνθηκα από όλα όσα είχα συνηθίσει και βρήκα ένα σημείο στο χάρτη για να αρχίσω από την αρχή… Έκανα μια νέα αρχή.
Θέλησα να σβήσω από την μνήμη μου όλα όσα με πόνεσαν και βυθίστηκα στην λήθη. Συγχώρεσα, ξεπέρασα τόσα πολλά...

Πράγματι νιώθω σαν να βρισκόμουν πάντοτε εδώ. Όλα τα περασμένα φαντάζουν σαν κομμάτια μιας άλλης ζωής. Μόνο κάτι τέτοιες νύχτες αφήνω την σκέψη μου να γυρίζει πίσω σε στιγμές αγαπημένες.

Σαν θεατής σε ταινία κάθομαι αναπαυτικά στον εξώστη μου, γεμίζω το ποτήρι μου, ανοίγω ένα καινούργιο πακέτο κι αφήνω να ξετυλιχτούν οι σκηνές από το κουβάρι της μνήμης.

Βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκίνητου ένα τρελαμένο Ροζ ελεφαντάκι να χοροπηδά, δυο μάτια μαύρα να καθρεφτίζουν την φλόγα ενός κεριού και μια σκιά να κάθεται στην ταράτσα σκορπώντας νότες φυσαρμόνικας μέσα στην νύχτα..

Ακούω μια φωνή να λέει πως δεν μπορεί να αντέξει την ηρεμία στην λίμνη της ζωής. Αγανακτεί και θέλει να πετάξει μια πέτρα να την ταράξει, βλέπω ένα αξύριστο πρόσωπο να κάθεται απόμερα έχοντας ένα χαμόγελο να σκιάζει την βλοσυρότητα του…

Γεύομαι τρίγωνα Πανοράματος στο Θησείο και γαλακτομπούρεκο Αθηναϊκού ζαχαροπλαστείου στην Άθωνος. Νιώθω ακόμη την ανατριχίλα ενός μοναδικού ξημερώματος κάπου στην παραλία της Κατερίνης και την ζεστασιά ενός κορμιού στην αγκαλιά μου, χάνομαι σε ένα Γαλάζιο βλέμμα και περπατώ με βήματα βαριά σε μια Καλύβα…

Αυτό το βράδυ αφήνω τις αναμνήσεις ανεξέλεγκτες. Ίσως να φταίει το φεγγάρι που γέμισε την ψυχή μου με το χαμόγελο του ή ακόμη και το χλωμό του χαμόγελο που χάιδεψε την καρδιά μου.
Μα δεν νιώθω πλέον πικρά για τις στιγμές που πέρασαν. Είναι μοιρασμένες με ανθρώπους σημαντικούς κι αγαπημένους.

Σηκώνω το ποτήρι μου ψηλά στον ουρανό κι εύχομαι να ναι και αυτοί κάπου έξω κοιτάζοντας την σελίνι αυτό το βράδυ. Εύχομαι όπου κι αν βρίσκονται πλέον να είναι καλά κι ευτυχισμένοι.

Στην υγεία σας Φίλοι μου και ένα μεγάλο Ευχαριστώ που βρεθήκατε στην ζωή μου…

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Δευτερα 28 Απριλιου



Να που τελικά ξανάπιασα την ηλεκτρονική μου πένα.
Πέρασαν αρκετοί μήνες που ακόμη και η σκέψη να γράψω κάτι μου ήταν δυσάρεστη. Ένιωθα να πνίγομαι κάθε φορά που άνοιγα ένα κενό έγγραφο στον υπολογιστή. Το λευκό χρώμα της σελίδας κατάπινε κάθε σκέψη και την ξέρναγε στον κάδο τσαλακωμένη.
Πραγματικά δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με οδηγούσε στην μη καταγραφή των σκέψεων μου πλέον.
Ίσως να ήθελα να περάσουν οι μέρες χωρίς να αφήσουν κανένα αποτύπωμα, κανένα ίχνος που θα οδηγούσε αργότερα την ανάμνηση σε αυτό το σημείο. Κενές μέρες, μήνες χωρίς ουσία, χωρίς σκοπό σαν την ζωή μου.

Ακόμη και τα όνειρα σκοτείνιασαν. Αισθανόμουν σαν να προσπαθώ να γράψω με μαύρο μελάνι σε μαύρο χαρτί. Δεν ξεχώριζα ούτε τα χαράγματα τις πένας στο χαρτί αυτό. Γύρω μου όλα στροβιλίζονται αφήνοντας με αδιάφορο. Όπως αδιάφορα και γω τα κοιτώ.
Βρέθηκα πάλι σε γνωστά μονοπάτια. Εδώ ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι να περιμένω. Μα αν παλέψω ξανά και βγω από το τέλμα, αν ξεφύγω από το Τίποτα που ζω τι με περιμένει; Αλήθεια, τι να βρίσκεται πίσω από πέπλο;
Κάποιες φορές θέλω να το τραβήξω λίγο και να ρίξω μια κλεφτή ματιά, άλλες φορές πάλι θέλω να το τραβήξω τόσο δυνατά που να το σκίσω μια για πάντα, μα δεν κάνω τίποτα.
Σαν να ξυπνώ για λίγο μες την νύχτα, ανοίγω τα μάτια και παρατηρώ το σκοτάδι γύρω. Βλέπω τις σκιές να σέρνονται στους τοίχους κι έπειτα κλείνω τα μάτια.
‘Είναι νωρίς ακόμη’ λέω στον εαυτό μου,’ Δεν ξημέρωσε ακόμη, ξανακοιμήσου’. Λες και ξέρω πότε ξημερώνει. Μόνο το φως τις λάμπας του δρόμου αντιφέγγει αχνά πίσω από τα κλειστά πατζούρια. Αφήνομαι λοιπόν στην σιγουριά του σκοταδιού.




Άρχισα μάλιστα να τα αγαπώ το σκοτάδι. Δεν αναζητώ πλέον κάποιο φως, ούτε την λάμπα του δρόμου δεν αφήνω να το σκίσει. Είναι δικό μου το σκοτάδι αυτό. Έργο ζωής. Μόχθησα χρόνια να το κερδίσω. Ακόμη και όταν δεν το καταλάβαινα για αυτό πάλευα.
Έτσι κι αλλιώς όσες προσπάθειες κι αν έκανα κάποτε να βγω κατάφερνα μόνο για λίγο να ρίξω κλεφτές ματιές.
Τίποτα παραπάνω. Σαν τυφλοπόντικα με τύφλωνε το φως και δεν ήξερα τι να κάνω, που να πάω. Έμενα όμως Άκη και παρίστανα το άγαλμα.
Τώρα το βλέπω καθαρά. Όσο καθαρά μπορώ να δω μες το σκοτάδι. Όλες μου οι προσπάθειες κίναγαν από το τίποτα μα κι όλες εκεί κατέληγαν. Ήρθε ο καιρός να αντικαταστήσω τα ‘ίσως’ και τα ‘γιατί’ με το ‘τίποτα’.

Όσο το σκέφτομαι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, είναι ‘κάτι’. Ναι το τίποτα αυτό, είναι κάτι. Μικρό, ασήμαντο, ανάξιο λόγου, μα δικό μου….

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Έθνος «ηλιθίων» ή απλά «Άλογων όντων» 2.

Εχθές δεν είχα όρεξη να βγω από το σπίτι. Μετά την δουλειά αποφάσισα να ασχοληθώ με την ταξινόμηση των διαφόρων DVD που βρίσκονταν διάσπαρτα στο σαλόνι. Είπα DVD τώρα και ανατρίχιασα!!!.
Όχι, δεν έχω κανένα ροζ, κόκκινο ή πράσινο που να περιέχει ερωτικά συμπλέγματα συμβασιούχων με κρατικούς λειτουργούς και οικονομικά σκάνδαλα. Όλα είναι προσφορές εφημερίδων και λοιπών περιοδικών με ταινίες και επιλεγμένα ντοκιμαντέρ.

Τοποθετώντας λοιπόν τα δισκάκια αυτά βρήκα κι ένα το οποίο αφορούσε την περίοδο της δικτατορίας και ειδικότερα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Άρχισα να διαβάζω το οπισθόφυλλο όταν, στην μονίμως ανοικτή τηλεόραση, άρχιζε το δελτίο ειδήσεων. Άκουσα για μια ακόμη φορά τα γεγονότα που συγκλονίζουν την περίοδο αυτή την Ελλάδα. Την ‘Ζαχοπουλιάδα’ όπως πολύ επικά χαρακτηρίστηκε το τελευταίο σκάνδαλο.

Στο ένα μου χέρι κρατούσα τα γεγονότα μιας πραγματικά επικής εποχής και από την άλλη άκουγα για μια εξώγαμη σχέση με επεκτάσεις οικονομικών ατασθαλιών και «ειδικών» φιλικών διακανονισμών.
Ο συνειρμός στο μυαλό μου ήταν αναπόφευκτος. Ποιοι είναι τελικά αυτοί που σήμερα δημιουργούν όλες αυτές τις πολιτικές «αναταραχές» (για να το εκφράσω καλύτερα);
Σκέφτομαι πως οι σημερινοί πολιτικοί είναι αυτοί που στο δισκάκι που κρατούσα στα χέρια μου πάλευαν για δημοκρατία, ψωμί και παιδεία!!!

‘Η γενιά του Πολυτεχνείου’, όπως έχει μείνει στην ιστορία.
Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι πού, όντας νέοι πάλευαν για μια καλύτερη κοινωνία. Ποσό γελοίο, αλήθεια, μου φάνηκε αυτό!
Για ποια καλυτέρευση άραγε πάλεψαν;

Οι δικές μου μνήμες από εκείνη την εποχή είναι ελάχιστες (μάλλον ευτυχώς). Σκόρπιες εικόνες της παιδικής μου ηλικίας, καλυμμένες από το πέπλο της αθωότητας.
Δεν μπορούσα να καταλάβω (τότε) γιατί έπρεπε να κατεβάζουμε την ένταση του ραδιοφώνου και να κλείνουμε τα φώτα.
Γιατί ο παππούς μου και ο πατέρας μου άκουγαν με σκυμμένο κεφάλι και η μητέρα μου δάκρυζε στο άκουσμα της αγωνιώδους φωνής των ερτζιανών:
«Εδώ πολυτεχνείο..»

Τα χρόνια πέρασαν. Η λήθη δεν κάλυψε την περίοδο αυτή, μα την θέριεψε στην συνείδηση του λαού μας. Οι εποχές που για να «πάρουμε» μέρος στην πορεία της 17ης Νοέμβρη έπρεπε να ‘κάνουμε κοπάνα’ από το σχολείο φαντάζει πλέον τόσο μακρινή. Τώρα την τιμούμε, την μέρα αυτή, ως σημαντική για την χώρα μας με καταθέσεις στεφανιών, τραγούδια και δεξιώσεις. Και είναι.
Ορόσημο για την μάχη ενός λαού εναντίων της τυραννίας.
Μια ειρηνική επανάσταση που η προσπάθεια καταστολής της, οδήγησε στην ανατροπή της Χούντας.

Θυμήθηκα μια φράση που είχα κάποτε διαβάσει.
«Αλίμονο στην επανάσταση που θα κερδίσει. Σε αυτήν που τελικά θα καταφέρει να κερδίσει την εξουσία που αναζητά.»
Την εποχή που το διάβασα δεν μπορούσα να το κατανοήσω. Έπειτα όμως από τόσα χρόνια καταλαβαίνω τι εννοεί.

Σήμερα οι περισσότεροι πολιτικοί μας προέρχονται από την νεολαία που τότε είχε εξεγερθεί. Κατάφεραν να αναρριχηθούν στα αξιώματα που αναζητούσαν και να κάνουν πράξη όλα αυτά που κάποτε ονειρεύονταν.
Τι ειρωνεία!

Πολύ θα ήθελα να τους κοιτάξω κατά πρόσωπο και να τους ρωτήσω:
Τι έγιναν τα οράματα και οι μεγάλες ιδέες τους;
Που πήγε η αγωνιώδης προσπάθεια τους για ψωμί, παιδεία και δημοκρατία;
Αυτού του είδους την ισονομία, την αξιοκρατία ονειρευτήκαν;
Για αυτήν την διακυβέρνηση πολέμησαν;
Μήπως, απλά εξαγόρασαν με τους αγώνες τους μια καρέκλα, ένα παχουλό μισθό και πολυτελή κουστούμια;
Ξεπούλησαν τα όνειρα τους για αυτά ή απλός είναι τόσο ανάξιοι των αγώνων τους;

Στην Ελλάδα για όλα τα «κακά που μαστίζουν» τον τόπο μας, μας φταίνε οι προηγούμενοι. Φταίνε πάντοτε όλοι αυτοί που εκμεταλλευόμενοι την θέση τους, φρόντιζαν πρώτα τους «ημετέρους» και την τσέπη τους και ποτέ τον λαό. Φτάσαμε όμως, στην εποχή όπου κάποιοι που πάλεψαν εναντίον του κατεστημένου κέρδισαν και κατάφεραν να πετύχουν την «αλλαγή».
Ποια «αλλαγή» όμως;

Όπως αποδεικνύεται καθημερινά, το μόνο που άλλαξαν είναι τα πρόσωπα. Τίποτε άλλο. Η ‘γενιά του Πολυτεχνείου’ έγινε το κατεστημένο που τόσο πολύ μισούσε. Οι οικονομικές ατασθαλίες συνεχίζουν και είναι σε καθημερινή βάση, τα λεγόμενα, σκάνδαλα πολλαπλασιάστικαν, η αξιοκρατία μετατράπηκε σε γαλάζια, πράσινα, κόκκινα και ροζ παιδιά.
Η ισονομία υπάρχει μόνο ως έννοια, η παιδεία βάλλεται ακόμη περισσότερο από τα ιδιωτικά συμφέροντα και η οικονομία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Από την «γενιά του Πολυτεχνείου» φτάσαμε στην «γενιά των 700 ευρώ» ενώ τα εκατομμύρια μεταφέρονται σε σακουλές, pampers και of shore εταιρείες φαντάσματα, σε χέρια λίγων κι «εκλεκτών»!
Ο λαός “κατεβαίνει τα σκαλοπάτια” της ανέχειας και οι πολιτικοί ανεβαίνουν τις κυλιόμενες σκάλες του πλούτου. Κατρακυλούν σε σατέν σεντόνια κι ερωτικές περιπτύξεις με σκανδαλώδεις μισθούς και προνόμια.
Ο απλός πολίτης χρειάζεται 35 και 40 χρόνια σκληρής εργασίας για να συνταξιοδοτηθεί, ενώ η «νεολαία του αγώνα» μόλις 4 χρόνια.


Μόλις προχθές άκουσα για δικαστές «δικούς μας» και «δικούς τους» αναφερόμενοι σε κυβερνητικούς και αντιπολιτευτικούς. Δικαστές πραγματικά ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ, του λαού, που θα βρούμε; (Όπως πολύ σωστά αναρωτήθηκε ο Λαζόπουλος).
Όταν όλοι οι κατέχοντας υπεύθυνες θέσεις ασχολούνται με διλλήματα του τύπου Θέμος ή Μάκης, ποιος παρέλαβε το DVD, ποιος το παρέδωσε, γιατί το έδωσε και τι κέρδισε ή θα κερδίσει από αυτήν την πράξη. Γιατί κρατήθηκε για καιρό σε κάποιο συρτάρι κλπ. Όταν όλοι στην τηλεόραση, το μόνο μέτρο πίεσης στους καρεκλοκένταυρους που μας κυβερνούν, μιλούν και διαφωνούν σχετικά με τον Χίο ή τον Καμπουράκη και την θέση της ΕΣΗΕΑ, ποιος θα ασχοληθεί με τις Τουρκικές προκλήσεις, το ασφαλιστικό, την υγεία και την αναθεώρηση κάποιων αναχρονιστικών νόμων που δυσκολεύουν την επιβίωση των κοινών θνητών;

Στην χωρά μας η αστυνομία και όχι μόνο, αντιμετωπίζει πρόβλημα σε ανθρώπινο δυναμικό και αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη, μα περισσεύουν άνδρες και ‘μέσα’ για να πατάξουν την παρανομία των μικρών επιχειρήσεων που πασχίζουν να επιβιώσουν εργαζόμενοι Κυριακές και αργίες.
Τώρα, εάν την στιγμή που δεσμεύονται «μέσα και άνθρωποι» για την επιβολή ενός νόμου που τίποτα δεν προσφέρει στην κοινωνία, κάποιοι ληστεύουν σπίτια και καταστήματα και περιουσίες, είναι μια άλλη ιστορία, αρκεί εμείς να «παράγουμε» έργο!!!
Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω. Νιώθω αηδιασμένος για όλους αυτούς και όσα πρεσβεύουν.
Κλείνω λοιπόν εδώ, προς το παρόν, αφήνοντας μεγαλόσχημους δημοσιογράφους να αναρωτιούνται σε βραδινές εκπομπές:

Που είναιο ‘πάτος’;

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Έθνος «Ηλιθίων» ή απλά «Άλογων» όντων;


Τα τελευταία 3 χρόνια έκανα πράξη ένα μεγάλο μου όνειρο. Ξεπέρασα όλους μου τους φόβους και τις ανασφάλειες κι έφυγα από την Αθήνα. Έκανα ακόμη μια «επανάσταση» και ακλούθησα τα θέλω μου.


Φόρτωσα όλα μου τα υπάρχοντα στο σαραβαλάκι μου, γέμισα τις τσέπες μου με όνειρα κι ελπίδες και έφτασα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Την Κομοτηνή. Μια πόλη με ανθρώπινο, ακόμη, τρόπο ζωής, χωρίς άγχος, ένταση και την αποξένωση της Αθήνας. Έχει βεβαίως τα δικά της προβλήματα. Όλα αυτά τα προβλήματα που υπάρχουν σε μια πόλη που παλεύει να βρει την θέση της μακριά από τα ‘κέντρα λήψεως των αποφάσεων’. Ειδικά αυτή η ακριτική πόλη που ακροβατεί ανάμεσα σε τρεις πολιτισμούς και δυο θρησκείες.
Παρόλα αυτά οι άνθρωποι που ζούμε εδώ έχουμε αρμόνικες σχέσεις, παρά τις διαφορές που «κάποιοι σύμμαχοι» θέλουν να υπάρχουν.
Κλείνω την μικρή αυτή παρένθεση και επανέρχομαι για να δικαιολογήσω τον τίτλο του κειμένου.

Έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα προσαρμογής άρχισα να παίρνω μέρος ουσιαστικά στην ζωή της πόλης. Ασχολήθηκα επαγγελματικά με ένα μικρό παντοπωλείο που άνοιξε ένα συγγενικό μου πρόσωπο.
Προσπάθησα να την βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις από την αρχή.
Το ‘στήσαμε’ με κόπο. Πήραμε δάνεια, χρεωθήκαμε με επιταγές, ξεχάσαμε κάθε έννοια προσωπικής ζωής και ελεύθερου χρόνου σε μια προσπάθεια να επιβιώσει στην δύσκολη εποχή που ζούμε.

Δυο χρόνια σχεδόν παλεύουμε απέναντι στον αμείλικτο ανταγωνισμό με νύχια και με δόντια να συνεχίσει να υπάρχει. Στην προσπάθεια μας αυτή εργαζόμαστε 17 ώρες την ημέρα και 360 μέρες τον χρόνο. Ξεχάσαμε αργίες, γιορτές και Κυριακές, μα τα πράγματα συνεχίζουν να είναι δύσκολα. Η ανεργία που μαστίζει αυτήν την ευαίσθητη περιοχή, η έλλειψη χρημάτων στα νοικοκυριά, η μεγάλη καθυστέρηση των αγροτικών επιχορηγήσεων σε μια αμιγώς γεωργοκτηνοτροφική περιοχή και οι συνεχείς ανατιμήσεις προϊόντων, υπηρεσιών και η τρομακτική άνοδος του πετρελαίου έχουν συρρικνώσει τον τζίρο των μικρών επιχειρήσεων καθιστώντας την επιβίωση τους ακόμη δυσκολότερη.


Μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση έρχονται ξαφνικά μια Κυριακή με ένα περιπολικό δυο αστυνομικοί και μας ανακοινώνουν πως πρέπει να κλείσουμε διαφορετικά θα μας συλλάβουν γιατί είμαστε παραβάτες και το αδίκημα επισύρει την αυτόφωρη διαδικασία!!!
Σε ερώτηση μας ‘γιατί; Δεν κλέβουμε κανέναν και είμαστε καθόλα νόμιμοι. Με άδειες, τιμολόγια, αποδείξεις και βιβλιάρια’. Η απάντηση των ένστολων οργάνων της τάξης ήταν: ‘Είστε ανοικτοί σε μέρα όπου απαγορεύεται.’ !!!!!!
‘Παρακαλώ; Τι απαγορεύεται, από ποιόν και γιατί;’
Μας έδειξαν κάποια χαρτιά όπου αναγραφόταν: «Τα καταστήματα, παντοπωλεία, εμπορικά κλπ πρέπει να λειτουργούν 6 μέρες την εβδομάδα και όχι 7». Οι Κυριακές είναι αργίες και λειτουργώντας καταστρατηγούμε τον νόμο εμείς οι ειδεχθείς εγκληματίες. Εμπρός στον φόβο του αυτόφωρου της «παρανομίας» μας κλείσαμε.

Το επόμενο μου βήμα ήταν να τρέξω σε κάθε είδους υπευθυνοανεύθυνους για να μάθω τις λεπτομέρειες και (κυρίως) ποιος ήταν αυτός που ενοχλήθηκε ώστε, να ψάξει να ανασύρει από την αφάνεια και να ενεργοποιήσει τον συγκεκριμένο νόμο έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια. Κανείς δεν ήξερε.

Πήγα στο επιμελητήριο όπου απλά με ενημέρωσαν και μου έδωσαν, έπειτα από εκτενή αναζήτηση στο on line σύστημα, ένα φίλο της εφημερίδας της κυβερνήσεως του 1984 όπου σε μια παράγραφο του αναφερόταν σε μέρες και ώρες λειτουργίας καταστημάτων και με παράπεμψαν στην Νομαρχία. Μάζεψα τις φωτοτυπίες «υπό μάλης» και πέρασα τον δρόμο που χωρίζει τα δυο κτίρια.

Φτάνοντας στο διοικητικό μέγαρο όπου στεγάζεται η Νομαρχία ζήτησα ακρόαση από τον νομάρχη (ακόμη ένα προνόμιο μιας μικρής επαρχιακής πόλης- η ευκολία της προσωπικής επαφής με τους εκάστοτε πολιτικούς και μη ‘άρχοντες’ της περιοχής).
Ο νομάρχης έλειπε σε κάποια επίσημη επίσκεψη και με παράπεμψαν στον αντινομάρχη. Σε λίγα λεπτά βρισκόμουν στο γραφείο του εκθέτοντας του το πρόβλημα. Εκεί ενημερώθηκα ότι «κάτι είχε ακούσει σχετικά» και φώναξε τον υπεύθυνο του τμήματος εμπορίας. Με λίγα λόγια ούτε ο κύριος αυτός ήξερε κάτι συγκεκριμένο. Το μόνο που ανέφερε ήταν ότι ο νόμος αυτός υπάρχει και ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Μας ανέλυσε ότι ο ρόλος του είναι συμβουλευτικός και ότι τελικά δεν είναι υπεύθυνη η υπηρεσία του. Όταν τον ρώτησα ποια υπηρεσία είναι υπεύθυνη και που πρέπει τελικά να απευθυνθώ με παρέπεμψε στην πολεοδομία, το υγειονομικό κλπ.!!!!!
Κάπου ανάμεσα στην συζήτηση αναφέρθηκε στον νέο διευθυντή της αστυνομίας και την προσπάθεια του να παράγει έργο εμπλουτίζοντας το βιογραφικό του αποσκοπώντας στην περαιτέρω προαγωγή του. (!!!!)
‘Είμαστε δηλαδή έρμαια οποιουδήποτε θέλει να δείξει ότι παράγει έργο;’ Ρώτησα αφελέστατα.
‘Είναι νόμος του κράτους και οφείλουμε να τον σεβαστούμε’ μου απάντησε.
‘Ναι’ του είπα, ‘μα, ένας νόμος απαρχαιωμένος πλέον. Αναχρονιστικός αφού συντάθηκε σε μια άλλη εποχή με διαφορετικές ανάγκες. Παράδειγμα ότι δεν εφαρμόζεται σε καμιά άλλη πόλη της επικράτειας’.
Σιγή επικράτησε στο γραφείο. Αποχώρησα με την υπόσχεση ότι «θα το κοιτάξουν» μόλις επιστρέψει ο νομάρχης. Δεν επαναπαύτηκα μα ρώτησα στις υπόλοιπες πόλεις της ευρύτερης περιοχής.
Αποτέλεσμα είναι η επιβεβαίωση μου πως σε ΚΑΜΙΑ άλλη πόλη δεν εφαρμόζεται ο συγκεκριμένος νόμος. Σε ερώτηση μου σε επίσημα πρόσωπα αυτών των περιοχών με ενημέρωσαν πως είναι ένας νόμος που ουσιαστικά έχει απενεργοποιηθεί και ισχύει μόνον για τα εμπορικά καταστήματα που υπόκεινται στους εμπορικούς συλλόγους της εκάστοτε πόλης. Τα ‘μίνι μάρκετ’ παραμένουν με ελεύθερο ωράριο και ειδικά όσα δεν απασχολούν προσωπικό (ένα παραθυράκι του νόμου που αναφέρεται στα γαλακτοπωλεία, τα οποία και εξαιρούνται).

Την στιγμή λοιπόν, που σε ολόκληρη την Ελλάδα τα καταστήματα αυτού του είδους λειτουργούν ανεμπόδιστα παλεύοντας για την επιβίωση τους, στην Κομοτηνή και μόνο στα στενά όρια της πόλης, αφού στα γύρω χωριά λειτουργούν ελεύθερα, υποχρεωνόμαστε να κλείσουμε!!!! Κάποιοι που δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση έχουν υποστεί μηνύσεις και αυτόφωρες διαδικασίες. Δεν έφταναν όλα τα άλλα έξοδα και εμπόδια στην επαγγελματική μας ζωή, έχουμε τώρα να αντιμετωπίσουμε ακόμη περισσότερα και ΜΟΝΟ εμείς που έχουμε την ατυχία (!?) να ζούμε στην πόλη αυτή.
Θα συνεχίσω να ψάχνω να βρω μια άκρη σε αυτήν την υπόθεση και να αναρωτιέμαι εάν είναι δυνατόν κάποιος, να εφαρμόσει έναν νόμο τοπικά και μόνο;
Ποια είναι, εν τέλη, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ όψη σχετικά με την εφαρμογή των νόμων σε αυτήν την χώρα;
Ο νόμος του ελεύθερου εμπορίου που επικρατεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και την υπόλοιπη Ελλάδα, η πολυδιαφημιζόμενη ανταγωνιστικότητα των τοπικών μικρών επιχειρήσεων απέναντι στις μεγάλες αλυσίδες και τις πολυεθνικές απασχολούν τους Θρακιώτες πολιτικούς άρχοντες;
Αναγνωρίζουν, ότι οι τοπικές επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, είναι αυτές που, ουσιαστικά, χρηματοδοτούν και αναπτύσσουν τις τοπικές κοινωνίες;
Ξεχνούν, άραγε, ότι οι μη επιβίωση των επιχειρήσεων αυτών, δημιουργούν νέους ανέργους με όλες τις συνέπειες στην οικονομία της περιοχής και όχι μόνο;
Πολύ θα ήθελα να μάθω, εάν βρισκόμασταν σε προεκλογική χρονιά θα εφαρμοζόταν ο συγκεκριμένος νόμος στην πόλη μας;
Και τέλος, μήπως κάποιοι ξέχασαν πως οι πολιτικοί και δημοτικοί ‘άρχοντες’ κρίνονται από τον λαό σε ΟΛΗ την διάρκεια της θητείας τους ή έχουν πειστεί πως είμαστε ένα πλήθος ηλιθίων που εύκολα μεταπείθουν, οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν, παραβλέποντας κάποιους νόμους την τελευταία στιγμή και για μικρό χρονικό διάστημα;